The Unnamable

unnamable-greek

The Unnamable(1988)

directed by:Jean-Paul Ouellette

cast: Charles Klausmeyer, Mark Kinsey Stephenson, Alexandra Durrell

Gothic horror turned to Slasher campiness along the way, “The Unnamable” only partly succeeds in evoking the Lovecraftian spirit but did other films that tried to adapt the Lovecraftian horrors really succeed?Despite its textbook nature and plethora of shortcomings Ouellette’s flick offers some decent gore and remains watchable throughout its entire duration.

Back in the 1800’s a lady gives birth to a monster. They decide that the baby is too ugly to name, therefore the monster is known as the “Unnamable”. The creature brutally slaughters his family, and gets trapped in a vault. Go ahead to 1998, and some college students have heard the story about the unnamable and want to check out the vault…

There is a certain prevalent eerieness once the first reel of the film starts rolling,however it’s after the 15 min. mark when the plot gets  tranferred to the modern day  college campus and consequently grinds to a halt.From that point on ,we get acquainted with the entire social microcosm of the college…Jocks,nerds,freshmen,slutty female students…you name it.This is standard fare late 80ies horror featuring dated moments of comic relief that will force the viewer to push the forward button.Right when the movie seems to descent to the realms of 80ies schlock and against all odds, the plot thickens and the gory mayhem ensues.

The second half of the film is thus quite entertaining.Aided by neat camerawork and some decent horror twists,the Unnamable turns to a brisk paced and muscular horror film in the 80ies vein.No Lovecraft chills and thrills to be found here, but this movie worths its salt.

Συμπαθητικό υβρίδιο γοτθικού τρόμου με σλάσερ κοινοτοπία.Το “Απερίγραπτο” μια χαρά και περιγράφεται και παρακολουθείται ,πλην δεν τετραγωνίζει τον κύκλο ,ενώ και οι επαφές με το φρικιαστικό Λαβκράφτειο σύμπαν εξαντλούνται στο υποβλητικό γοτθικής αισθητικής πρώτο τέταρτο και στο αρκετά ατμοσφαιρικό φινάλε.

Κατα τη διάρκεια του προαναφερθέντος τετάρτου εισαγόμαστε στο σύμπαν αποκρυφιστή μεγαλοαστού ,ο οποίος δυστύχισε να αποκτήσει μια φρικιαστικής όψης κόρη ,την οποία έκτοτε κρατά κλειδωμένη στην έπαυλή του ,μακρυά από τα αδηφάγα μάτια των ντόπιων κολίγων.Δυστυχώς η κόρη αποδεικνύεται εξαιρετική στις αποδράσεις και μια νύχτα με πανσέληνο υπό τους ήχους φρικτών ουρλιαχτών ,ο πατέρας συναντά το δημιουργό του.Στη συνέχεια τηλεμεταφερόμαστε στο μοντέρνο κολλέγιο του Μισκατόνικ και γνωριζόμαστε με όλη την ανθρωπογεωγραφία του campus.Κάποιοι φοιτητές με αρρωστημένη περιέργεια θεωρούν καλή ιδέα να περάσουν μια βραδυά στην ερειπωμένη έπαυλη του τρόμου,αλλά θα βρεθούν αντιμέτωποι με το “απερίγραπτο”.Τελικά τη λύση στα δεινά τη δίνει ο ελαφρώς κλωτσημένος φύτουλας του κολλεγίου.

Το παρόν διαθέτει συμπαθητικό gore,επαρκέστατα ειδικά εφέ και μερακλήδικη κινηματογράφηση και αυτές οι παράμετροι γέρνουν την πλάστιγγα υπέρ του φιλμ.Σίγουρα έχουμε δει καλύτερες ταινίες βασισμένες στο λογοτεχνικό έργο του Λαβκραφτ,αλλά και αυτό εδώ διεκπεραιώνει χωρίς να εντυπωσιάζει.

Δείτε το μωρέ…

City of the Living Dead

City of the Living Dead (1980) aka “Ein Zombie hing am Glockenseil” ,”Paura nella città dei morti viventi ”

directed by:Lucio Fulci

cast; Christopher George, Catriona MacColl, Carlo De Mejo, Janet Agren,Antonella Interlenghi,Venantino Venantini,Giovanni Lombardo Radice,Daniela Doria,Michelle Soavi

Φτάσαμε και σε αυτή τη στιγμή, τη στιγμή που πρέπει να πει ο γράφων το κοντό του και το μακρύ του για μια δημιουργία με αρετές τόσο εκτεταμένα καταγεγραμμένες  και με ένα μύθο γύρω από την ύπαρξή της τόσο απτό που μοιραία αισθάνομαι ότι ξεπερνά κατά πολύ τα όρια αυτού του μπλογκ.

Παρόλα αυτά αισθάνομαι χρέος να γράψω περισσότερες ελληνόφωνες παρουσιάσεις πάνω σε κλασικές ταινίες γιατί αισθάνομαι ότι υπάρχει ένα έλλειμμα γραπτού λόγου που να «ντοκουμεντάρει» αυτού το είδος το σινεμά.

«Η πόλη των ζωντανών νεκρών» έσκασε σαν βόμβα στην underground αγορά του σινεμά τρόμου το 1980.Ο σκηνοθέτης της ταινίας Λούτσιο  Φούλτσι είχε ήδη υπογράψει πληθώρα ποιοτικών ταινιών τρόμου και τζιάλλο θρίλερ , με πιο χαρακτηριστικές του στιγμές έως εκείνη τη στιγμή , την ανεπίσημη συνέχεια του  Dawn of  the Dead ,το δυσοίωνο και ατμοσφαιρικό “Zombie flesh  Eaters“ ενώ ιδιαίτερες αρετές είχε δείξει και με τα τζιάλλι δυναμίτες “Don’t torture a duckling” και “A lizard in a woman’s skin”.

Tίποτα όμως δεν προιδέαζε  για την έναρξη της υπερρεαλιστικής τριλογίας τρόμου του Ιταλού μαέστρου. Το εναρκτήριο  λάκτισμα δόθηκε με το “City of the living Dead” και η ταινία ήταν φτιαγμένη για να σκοράρει από τα αποδυτήρια.

Είναι φορές που αισθάνεται κανείς ότι οι κινηματογραφικές εικόνες που εκτυλίσσονται μπροστά στα μάτια του είναι φτιαγμένες για να γίνουν κλασικές,iconic στην καθαρεύουσα . Με κάτι τέτοιο έχουμε να κάνουμε στην αρχή της παρούσας ταινίας, όπου μέντιουμ  συνάπτει επαφή με  καταραμένο ιερέα ο οποίος πρόκειται να κάνει το απονενοημένο διάβημα. Ο  αυτόχειρας Πατήρ Τόμας ανοίγει με την πράξη του τις πύλες της Κόλασης και το Ντάνγουιτς, πολίχνη με παρελθόν στο πογκρόμ μαγισσών, γίνεται θέατρο φρίκης. Το μέντιουμ υφίσταται τρομερό σοκ από την ισχύ της επαφής και θεωρείται νεκρή, αλλά στην πραγματικότητα παθαίνει νεκροφάνεια, θα σωθεί από φρικτό θάνατο από ένα ρεπόρτερ ο οποίος ανοίγει το φέρετρό της λίγο πριν πεθάνει από ασφυξία. Μαζί θα οδεύσουν προς το Ντάνγουιτς όπου θα προσπαθήσουν να κλείσουν τις πύλες της κολάσεων και να κρατήσουν τους νεκρούς μέσα στα μνήματά τους.

Η ταινία αρχικά περιγελάστηκε  από διάφορους κριτικούς, οι οποίοι στάθηκαν σε αυτό που ονόμασαν «αφηγηματικό χάος» και «κακογραμμένο σενάριο» αλλά αγνόησαν το μάλλον προφανές ,κοίταξαν το δέντρο και αγνόησαν το δάσος. Ο Φούλτσι δεν είχε σκοπό να γυρίσει μια συμβατική ταινία τρόμου παρά ήθελε  σύμφωνα με δηλώσεις του να υπογράψει μια δημιουργία στα πρότυπα του «Θεάτρου της σκληρότητας» του σουρεαλιστή δημιουργού Αντονέν Αρτώ. Ο Γάλλος πρωτοπόρος είχε ήδη σκιαγραφήσει από τη δεκαετία του 1920 τα προτάγματα του θεάτρου του

  1.   Η απαισιοδοξία αλλά ταυτόχρονα και η ελπίδα ότι το θέατρο μπορεί να οδηγήσει σε αλλαγές.
  2. Η απομάκρυνση του κοινού από την καθημερινή πραγματικότητα και η χρήση συμβόλων με σκοπό την συναισθηματική και ψυχική συμμετοχή του.
  3. Χρήση τεχνικών και σκληρών εκφραστικών μέσων με απώτερο στόχο την αφύπνιση του κοινού, ένα είδος ψυχοθεραπείας.
  4. Χρήση του γκροτέσκου, του άσχημου και του πόνου για να απευθύνεται στο κοινό

Σε αυτό έδωσε σάρκα και οστά ο Φούλτσι λοιπόν και θα επαναλάμβανε την ίδια πρακτική με το “The Beyond” δίνοντάς μας μια ακόμα συγκλονιστική και αξέχαστη ταινία .

Σε αυτές τις ταινίες ο Ιταλός δημιουργεί συνθήκες αποπροσανατολισμού του θεατή καταργώντας τον κινηματογραφικό χρόνο και τις αφηγηματικές νόρμες, παραδείγματος χάριν παρουσιάζει πρόσφατα αποθανόντες σε φρικτή αποσύνθεση και τους προσδίδει ικανότητες τηλεμεταφοράς ,ταυτόχρονα σφυροκοπά το θεατή με απανωτές σεκάνς τρόμου που ενώ αφηγηματικά δεν δένουν μεταξύ τους ,καρφώνονται παρόλα αυτά στο υποσυνείδητο του θεατή καθιστώντας το φιλμ μια μοναδική εμπειρία. Μόνο το Αμερικάνικο Time-out έδειξε να μη χάνει τη μπάλα γράφοντας πως ενώ «η πλοκή του φιλμ δε βγάζει νόημα και δείχνει να έχει κατασκευαστεί τυχαία σύμφωνα με το παράλογο του φόβου, δίνει ταυτόχρονα γκροτέσκα  έμφαση στη σωματική  μεταβλητότητα, τον κατακερματισμό και την αποσύνθεση και θα μπορούσε  θεωρητικά να είναι το είδος της αναίσχυντης ταινίας  που οι σουρεαλιστές λάτρευαν.

Ένα είναι βέβαιο ,πως  όταν κάποιος δει το «City of the living dead» για πρώτη φορά, δεν μπορεί να αντιστρέψει το γεγονός και να διαγράψει την ταινία και εδώ που τα λέμε δικαίως… και για να κλείσω με μια προβοκατόρικη δήλωση, θαρρώ πως το παρόν φιλμ χρωστάει περισσότερα στο σινεμά του Μπουνιουέλ παρά σε αυτό του Ρομέρο.

All time classic…

Πηγές :

  • Συνέντευξη με το σκηνοθέτη από το βιβλίο Spaghetti Nightmares (Luca Palmerini, Gaetano Mistretta)
  • Άρθρο της Βικιπαιδείας σχετικά με τη ζωή και το έργο του Αντονέν Αρτώ
  • Άρθρο της Βικιπαιδείας σχετικά με την ταινία.